- πούντρα
- η, Νβλ. πούδρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πούντρα — η βλ. πούδρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πούδρα — και πούντρα, η, Ν καλλυντικό τού προσώπου που έχει στερεά υφή σε πολύ λεπτό διαμερισμό, σε πολύ λεπτή σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. poudre < λατ. pulvis, eris «σκόνη»] … Dictionary of Greek
πούδρα — πούδρα, η και πούντρα, η (λ. γαλλ.), καλλυντικό σε σκόνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)